- καροτένιο
- το(βιοχ.) ομάδα οργανικών ενώσεων με κόκκινο, πορτοκαλί ή κίτρινο χρώμα που είναι ευρέως διαδεδομένες σε φυτά και ζώα και μετατρέπονται σε βιταμίνη Α στο ήπαρ πολλών ζώων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καροτίνη — η το καροτένιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. carotene < carot (πρβλ. αρχ. καρωτόν «καρότο») + κατάλ. ene] … Dictionary of Greek
λιπόχρωμα — το (βιοχ.) χρωστική που προέρχεται από το καροτένιο και χρωματίζει κίτρινα τα λίπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipochrome < lip(o) (< λίπος) + chrome (< χρώμα)] … Dictionary of Greek
στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… … Dictionary of Greek